πρωτόστροφος

πρωτόστροφος
-η, -ο, Ν
(για τροχούς μηχανής) αυτός που στρέφεται πρώτος και μεταδίδει την κίνηση σε όλους τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -στροφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. πολύ-στροφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”